- κρέμαμαι
κρέμαμαι, med. zum Folgdn, hangen, schweben, s. d. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρέμαμαι, med. zum Folgdn, hangen, schweben, s. d. Folgde.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρέμαμαι — (AM κρέμαμαι) βλ. κρεμώ … Dictionary of Greek
κρέμαμαι — κρεμάννυμι hramjan pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek
γκρεμός — και γκρεμνός, ο και γκρεμνό, το (πληθ. γκρεμοί, οι και γκρεμνά, τα) (AM κρημνός, ο Μ κρημνόν και γκρέμνο και κρέμνο, το) ψηλός και απότομος βράχος μσν. νεοελλ. 1. επικίνδυνο σημείο, κίνδυνος 2. δύσκολες περιστάσεις νεοελλ. «μπρος γκρεμός και πίσω … Dictionary of Greek
κρεμάμενα — τα τα εξάρτια τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. πληθ. τής μτχ. ενεστ. κρεμάμενος η ο(ν) τού ρ. κρέμαμαι] … Dictionary of Greek
παρακρέμαμαι — Α 1. κρέμομαι δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι 2. μτφ. εξαρτώμαι από κάτι («θεωρῶν δὲ πολλὰ τὰ παρακρεμάμενα μέρη καὶ μακρὰν ἀπεσπασμένα τῆς βασιλείας», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κρέμαμαι] … Dictionary of Greek
συγκρέμαμαι — Μ κρεμιέμαι ή σταυρώνομαι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κρέμαμαι «κρεμιέμαι»] … Dictionary of Greek
υπερκρέμαμαι — Ν [κρέμαμαι] κρέμομαι πάνω από κάπου … Dictionary of Greek
(ker-5?), kō̆ r- — (ker 5?), kō̆ r English meaning: to hang Deutsche Übersetzung: “hangen, hängen” Material: Lith. kariù, kárti “with a Strick erhängen”, Ltv. kar”u, kãrt “hängen”, Lith. pakara “Kleiderständer, peg, plug zum Kleideraufhängen”, Ltv … Proto-Indo-European etymological dictionary
ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ II — Язык Евангелий Проблема новозаветного греческого Дошедшие до нас оригинальные тексты НЗ написаны на древнегреч. языке (см. ст. Греческий язык); существующие версии на др. языках это переводы с греческого (или с др. переводов; о переводах… … Православная энциклопедия