- κρέμυς
κρέμυς, υος, ἡ, ein Fisch, Ath. VII, 305 d aus Arist. Vgl. χρέμυς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρέμυς, υος, ἡ, ein Fisch, Ath. VII, 305 d aus Arist. Vgl. χρέμυς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρέμυς — κρέμυς, υος, ἡ (Α) βλ. χρέμυς … Dictionary of Greek
χρέμυς — και κρέμυς, υος, και χρεμύς, ύος, ὁ, Α 1. θαλασσινό ψάρι 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὀνίσκος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χρεμ τής απαθούς βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χρεμετίζω* και αποτελεί είτε αρχ. παρ. με κατάλ. υς είτε νεώτερο… … Dictionary of Greek