κρέων

κρέων

κρέων, οντος, fem. κρέουσα (ΚΡΕ, vgl. κραίνω), der Herrscher; Αἰακός, Pind. P. 8, 93; Οὐρανός, N. 3, 12; Ζεύς, Aesch. Suppl. 569, l. d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κρέων — ruler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέων — ruler masc nom sg κρείων ruler masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέων — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… …   Dictionary of Greek

  • κρεών — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Μενοικέα και βασιλιάς της Θήβας. Κατά την παράδοση, ανέλαβε τη βασιλεία για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τον θάνατο του Λάιου, ενώ στη συνέχεια την παραχώρησε στην αδελφή του Ιοκάστη, χήρα του Λάιου, και… …   Dictionary of Greek

  • κρεῶν — κρέας flesh neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρεόντων — Κρέων ruler masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεόντων — κρέων ruler masc gen pl κρείων ruler masc gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρέον — Κρέων ruler masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέον — κρέων ruler masc voc sg κρείων ruler masc voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρέοντα — Κρέων ruler masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρέοντα — κρέων ruler masc acc sg κρείων ruler masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”