κράμβος [2]

κράμβος [2]

κράμβος, , ein Fehler des Obstes, bes. der Weintrauben, wenn sie vor erlangter Reise einschrumpfen, der Brand, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κράμβος — loud masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβος — (I) κράμβος, η, ον (Α) 1. ξηρός 2. (για ήχο) βροντώδης («ἀπὸ κραμβοτάτου στόματος μάττων ἀστειοτάτας ἐπινοίας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(s)kreb(h) «ζαρώνω, κυρτώνω». Το φωνήεν α αποτελεί μάλλον στοιχείο τής λαϊκής γλώσσας, ενώ η… …   Dictionary of Greek

  • κραμβότατον — κράμβος loud masc acc superl sg κράμβος loud neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβων — κράμβος loud fem gen pl κράμβος loud masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραμβοτάτου — κράμβος loud masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραμβοτάτῳ — κράμβος loud masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβαι — κράμβη cabbage fem nom/voc pl κράμβᾱͅ , κράμβη cabbage fem dat sg (doric aeolic) κράμβος loud fem nom/voc pl κράμβᾱͅ , κράμβος loud fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβας — κράμβᾱς , κράμβη cabbage fem acc pl κράμβᾱς , κράμβη cabbage fem gen sg (doric aeolic) κράμβᾱς , κράμβος loud fem acc pl κράμβᾱς , κράμβος loud fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαμβός — κλαμβός, ή, όν (Μ) ακρωτηριασμένος, κολοβωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κλάω / ῶ, εμφανίζοντας κατάλ. (μ)βός κατά τα σκαμβός, κολοβός. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και μεταγενέστερη φωνητική παραλλαγή τού κράμβος] …   Dictionary of Greek

  • κράμβη — η (AM κράμβη, Μ και κράμπη) ονομασία φυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στο γένος βράσσικα («κράμβης... εἶναι γένη τρία, τῆς τε καλουμένης ἁλμυρίδος και λειοφύλλου και σελινουσίης», Αθήν.) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… …   Dictionary of Greek

  • κράμβωτον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἰκτῑνος τὸ ζῴον». [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβος + κατάλ. ωτόν, ουδ. τής ωτός (πρβλ. αμυλιδ ωτόν, παρακανδ ωτόν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”