κράδος

κράδος

κράδος, ἡ, = κράδη. Bes. eine Krankheit der Feigenbäume, auch der Eichen und Platanen, wenn die Zweige schwarz werden u. verdorren, Theophr.; auch die kranken Zweige selbst, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κράδος — κράδος, ὁ (Α) 1. νόσος τών φυτών, και ιδίως τής συκιάς, που μαυρίζει τα κλαδιά τους («καλεῑται δὲ σφακελισμὸς μέν, ὅταν αἱ ῥίζαι μελανθῶσι κράδος δέ, ὅταν οἱ κλάδοι», Θεόφρ.) 2. κλάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κράδη, μτγν. και σπάνιος] …   Dictionary of Greek

  • κράδος — blight in fig trees masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράδοισι — κράδος blight in fig trees masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράδους — κράδος blight in fig trees masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράδῳ — κράδος blight in fig trees masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρδαμο — Κοινή ονομασία πολλών φυτών που καλλιεργούνται ως σαλατικά. Ως κ. αναφέρεται κυρίως το λεπίδιο το εδώδιμο της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται και στην Ελλάδα από την αρχαία εποχή. Είναι μονοετές που αναπτύσσεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”