- γράβδην
γράβδην, ritzend, leicht verwundend, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γράβδην, ritzend, leicht verwundend, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γράβδην — επίρρ. (Μ) [γράφω] ξυστά, γρατζουνιστά … Dictionary of Greek
γράβδην — grazing indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου … Dictionary of Greek