- κράκτρια
κράκτρια, ἡ, fem. zu κράκτης, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κράκτρια, ἡ, fem. zu κράκτης, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κράκτρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράκτης — ο (AM κράκτης, Α θηλ. κράκτρια) [κράζω] κράχτης* μσν. 1. (στο Βυζάντιο) καθένας από τους αυλικούς υπαλλήλους που έδιναν πρώτοι το σύνθημα επευφημιών τού βασιλιά κατά τις επίσημες γιορτές 2. ψάλτης εκκλησίας αρχ. κεκράκτης* … Dictionary of Greek