- κράντειρα
κράντειρα, ἡ, fem. zum Folgdn; πόνου Antp. Sid. 35 (Plan. 220).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κράντειρα, ἡ, fem. zum Folgdn; πόνου Antp. Sid. 35 (Plan. 220).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κράντειρα — κράντειρα, ἡ (Α) (θηλ. τού κραντήρ) αυτή που άρχει, που εξουσιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραντ ήρ + κατάλ. ειρα (πρβλ. σωτ ήρ: σώτ ειρα)] … Dictionary of Greek
κράντειρα — fem nom/voc sg κραντήρ one that accomplishes fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράντειραν — κράντειρα fem acc sg κραντήρ one that accomplishes fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοκράντειραι — Α (κατά τον Ησύχ.) «Μοῑραι». [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + κράντειρα «κυβερνήτης» (< κραίνω)] … Dictionary of Greek