κράστις

κράστις

κράστις, ιδος, ἡ, = γράστις, Gras; halb trocknes grünes Futter für Pferde, Harpocr.; ἡμίξηρος χόρτος, nach VLL.; ein Futtergetreide, Arist. H. A. 8, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κράστις — και κρᾱστις, εως, ἡ (Α) 1. η χλόη, το γρασίδι, η χορτονομή τών ζώων, ιδίως τών αλόγων 2. (στην Αίγυπτο επί Πτολεμαίων) είδος φόρου που κατέβαλλαν οι βασιλικοί γεωργοί στο δημόσιο ταμείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράστις* (ἡ) «γρασίδι», με αφομοιωτική τροπή… …   Dictionary of Greek

  • γρασίδι — το χλόη, χόρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γρασσίδιον, υποκοριστικό του αρχ. γράσσις, άλλη γραφή τού γράστις, αττ. κράστις «χλόη», με απλοποίηση τών σσ ] …   Dictionary of Greek

  • κραστήριο — το (Α κραστήριον) είδος σχάρας, η οποία στερεώνεται στον τοίχο, πάνω από τη φάτνη τών ιπποστασίων, όπου τοποθετείται η χορτονομή τών ίππων αρχ. στον πληθ. τὰ κραστήρια οι κολόνες τού κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρασ (πρβλ. κράστις «γρασίδι») +… …   Dictionary of Greek

  • κραστίζομαι — (Α) [κράστις] τρώγω χλόη, βόσκω …   Dictionary of Greek

  • κραστιφόρος — κραστιφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει πολλή χλόη, άφθονα χόρτα («κραστιφόρος Σκυθία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κράστις + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, καρπο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • λειοτριχιώ — λειοτριχιῶ, άω και έω και λειοτριχῶ, έω (Α) έχω ή αποκτώ λείο τρίχωμα («ἡ δὲ κράστις λειοτριχεῑν ποιεῑ, ὅταν ἔγκυος ᾖ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + τριχιῶ (< θρίξ, τριχός)] …   Dictionary of Greek

  • gras- : grō̆ s- —     gras : grō̆ s     English meaning: to gnaw, to devour     Deutsche Übersetzung: “fressen, knabbern”     Material: O.Ind. grásatē “gobbles (esp. from animals), devours” (*grasō), grüsa ḥ “ mouthful, morsel, bite of food “; Gk. γράω “ gnaw,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”