κροῦμα

κροῦμα

κροῦμα, τό, das Geschlagene, der durch Schlagen, Stampfen u. dgl. hervorgebrachte Schall; bes. das auf Saiteninstrumenten, die mit dem Plektron geschlagen werden, gespielte Tonstück; Ar. Thesm. 126; κρούματα ἐν λύρᾳ Plat. Alc. I, 107 a; Sp., wie Luc. Nigr. 15. – Bei Poll. 7, 88 auch κρούματα τὰ ἐν αὐλητικῇ u. 4, 84 σαλπιστικά; also übh. das auf einem Instrument Vorgetragene, = αὔλημα, Plut. Symp. 2, 4. – Im obscönen Sinne Ar. Eccl. 257. – S. auch κροῠσμα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρούμα — κροῡμα, τὸ (Α) [κρούω] 1. κρούση, χτύπημα 2. τόνος ή νότα που παράγεται από έγχορδο ή πνευστό μουσικό όργανο (α. «ὁ δίκαιος ἀμείνων κοινωνὸς τοῡ κιθαριστικοῡ, ὥσπερ ό κιθαριστικὸς τοῡ δικαίου εἰς κρουμάτων;», Πλάτ. β. «αὐλεῑ... σαπρὰ κρούματα»,… …   Dictionary of Greek

  • κροῦμα — beat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούμαθ' — κρού̱ματα , κροῦμα beat neut nom/voc/acc pl κρού̱ματι , κροῦμα beat neut dat sg κρού̱ματε , κροῦμα beat neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουμάτιον — κρουμάτιον, τὸ (Α) [κρούμα] μουσικό μοτίβο …   Dictionary of Greek

  • κρουματικός — κρουματικός, ή, όν (Α) [κρούμα] 1. αυτός που έχει σχέση με το παίξιμο κάποιου έγχορδου οργάνου 2. φρ. α) «διάλεκτος κρουματική» η έκφραση ή το ύφος που διαφαίνεται στο παίξιμο ενός έγχορδου οργάνου β) «λέξεις κρουματικαί» ο ήχος έγχορδου οργάνου… …   Dictionary of Greek

  • κρουματογραφία — κρουματογραφία, ἡ (Μ) η εκτέλεση μουσικού κομματιού σε κρουστό όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροῦμα «νότα» + γραφία (< γράφος < γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • κρουματοποιός — κρουματοποιός, ὁ (Α) μουσικός ή μουσικοσυνθέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροῦμα + ποιός (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • κρούσμα — το (AM κροῡσμα, Α και κροῡμα) [κρούω] νεοελλ. 1. κάθε περίπτωση ατόμου που προσβάλλεται από εμφανιζόμενη μολυσματική νόσο, ιδίως επιδημική, η προσβολή («ένα ακόμη κρούσμα ηπατίτιδας εμφανίστηκε στο σχολείο μας») 2. καθεμιά από τις παραβάσεις τού… …   Dictionary of Greek

  • τερέτισμα — το, ΝΑ [τερετίζω] 1. (για χελιδόνι, αηδόνι και τζιτζίκι) κελάηδημα, ιδίως τρεμουλιαστό 2. απομίμηση τής φωνής χελιδονιού ή τζιτζικιού νεοελλ. σιγανό τραγούδι αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) στον πληθ. τερετίσματα «τὰ τῆς κιθάρας κρούματα» β) «ᾠδὴ… …   Dictionary of Greek

  • ՏՐՈՀ — (ի, ից.) NBH 2 0898 Chronological Sequence: Unknown date գ. Բաժանումն. որոշումն. մանաւանդ ʼի նուագս եւ ʼի նուագարանս. որպէս յն. κρούμα pulsus եւ modi musici, sonus *Ո՞վ է տրոհիցն առ երգս բարի բաշխօղն, զարժանիսն բաշխելով. եւ որո՞յ են (այն) օրէնք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κρουμάτων — κροῡμάτων , κροῦμα beat neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”