κρηνῖτις

κρηνῖτις

κρηνῖτις, ιδος, ἡ (fem. zu einem nicht vorkommenden κρηνίτης) an der Quelle wachsend, βοτάνη, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρηνίτις — κρηνῑτις, ιδος, ἡ (Α) φρ. «κρηνῑτις βοτάνη» βότανο που φύεται κοντά σε κρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. ῖτις (πρβλ. συκ ίτις, φυκ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …   Dictionary of Greek

  • κρηνίτιδας — κρηνί̱τιδας , κρηνῖτις growing near a spring fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”