προβατευτικός

προβατευτικός

προβατευτικός, zur Viehzucht gehörig; κύων, Schäferhund, Long. 3, 7; ἡ προβατευτική, die Viehzucht, Xen. Oec. 5, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προβατευτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβατευτικός — ή, όν, Α [προβατεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πρόβατα 2. φρ. α) «κύων προβατευτικός» τσοπανόσκυλο β) «προβατευτική τέχνη» η τέχνη τής εκτροφής και τής συντήρησης προβάτων …   Dictionary of Greek

  • προβατευτικῶν — προβατευτικός of fem gen pl προβατευτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβατευτική — προβατευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”