- γρομφάς
γρομφάς, άδος, u. γρομφίς, ίδος, ἡ, Mutterschwein, Sau, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γρομφάς, άδος, u. γρομφίς, ίδος, ἡ, Mutterschwein, Sau, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γρομφάς — ( άδος) και γρόμφις ( ιος), η (Α) η γουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικούς μεταρρηματικούς τύπους] … Dictionary of Greek
γρομφάς — grunt fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
(s)ker-4, (s)kerǝ-, (s)krē- — (s)ker 4, (s)kerǝ , (s)krē English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Material: I. A. O.Ind. ava , apa skara “Exkremente (Ausscheidung)”; kr̥ṇüti, kr̥ṇōti “verletzt, slays “ (lex.), utkīrṇ a “ausgeschnitten,… … Proto-Indo-European etymological dictionary