κρουνίσκος

κρουνίσκος

κρουνίσκος, , dim. von κρουνός, Hähnchen an einem Gefäß, Schol. Luc. pisc. 10. 28.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρουνίσκος — κρουνίσκος, ὁ (Α) 1. κρουνίον* 2. ο μικρός σωλήνας τής κλεψύδρας («ἐν ἀρχῇ τῆς ἀφέσεως τοῡ κρουνίσκου ἐκέλευον τὸν ῥήτορα λέγειν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + υποκορ. κατάλ. ίσκος] …   Dictionary of Greek

  • κρουνίσκος — cock masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουνίσκοι — κρουνίσκος cock masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουνίσκον — κρουνίσκος cock masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουνίσκου — κρουνίσκος cock masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουνός — ο (AM κρουνός) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση 2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”