κρουνηδόν

κρουνηδόν

κρουνηδόν, nach Art eines Quells, Philo u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρουνηδόν — like a spring indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουνηδόν — (AM κρουνηδόν) επίρρ. σε άφθονη ροή ή σε μεγάλη ποσότητα όπως ο κρουνός («φερομένων κρουνηδόν τών αιμάτων», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμηδόν, σωρ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • κρουνός — ο (AM κρουνός) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση 2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)… …   Dictionary of Greek

  • ρεντζέλα — η, Ν η ροή υγρού όχι κρουνηδόν αλλά κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • ՔՐՔՄԱՏԵՍԻԿ — ( ) NBH 2 1018 Chronological Sequence: 8c ա. κροκοείς, κροκοειδής croceo similis, coloris crocei. Քրքմատեսիլ. քրքմագոյն. իբրեւ զքրքում. *Արտասուէր սուրբ քրքմատեսիկն արեամբ. Աթ. ՟Ը. (այլ յն. κρουνηδόν , աղբերահոս:) …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”