- κρουνισμός
κρουνισμός, ὁ, der Sprudel, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρουνισμός, ὁ, der Sprudel, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρουνισμός — κρουνισμός, ὁ (AM) [κρουνίζω] αναπήδηση τού νερού μσν. καταιωνισμός, ντους … Dictionary of Greek
κρουνισμοῦ — κρουνισμός gushing out of water masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)