κρουματικός

κρουματικός

κρουματικός, zum Schlagen, bes. zum Spielen eines Saiteninstruments, das mit dem Plektrum geschlagen wird, gehörig; κρουματικὴ σοφίη, die Kunst des Saitenspiels, Agath. 68 (XI, 352); διάλεκτος κρ., der Ausdruck im Spielen eines Instruments, Plut. de mus., v. l. κρουσματικός, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρουματικός — κρουματικός, ή, όν (Α) [κρούμα] 1. αυτός που έχει σχέση με το παίξιμο κάποιου έγχορδου οργάνου 2. φρ. α) «διάλεκτος κρουματική» η έκφραση ή το ύφος που διαφαίνεται στο παίξιμο ενός έγχορδου οργάνου β) «λέξεις κρουματικαί» ο ήχος έγχορδου οργάνου… …   Dictionary of Greek

  • κρουματικῆς — κρουματικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουματικήν — κρουματικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουσματικός — ή, ό (Α κρουσματικός και κρουματικός, ή, όν) [κρούσμα] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρούσμα νόσου αρχ. κρουματικός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”