κρουσί-θυρος

κρουσί-θυρος

κρουσί-θυρος, an die Thür klopfend; τὸ κρουσί-ϑυρον, sc. μέλος, = ϑυροκοπικόν, Ath. XIV, 618 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλεψίθυρος — κλεψίθυρος, ὁ (Μ) αυτός που εισέρχεται κάπου κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω) + θυρος (< θύρα), πρβλ. αμφί θυρος, κρουσί θυρος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”