- προ-βασανίζω
προ-βασανίζω, vorher foltern, Luc. Tyrann. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-βασανίζω, vorher foltern, Luc. Tyrann. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
οδύνη — η (ΑΜ ὀδύνη) ισχυρός ψυχικός πόνος, θλίψη (α. «γιατί κακά γιατρεύουσι τσ αγάπης την οδύνη», Ερωτόκρ. β. «ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ψυχική οδύνη» (νομ.) περιορισμός τής ψυχικής δυναμικότητας… … Dictionary of Greek
προκαταικίζω — Α κακοποιώ, βασανίζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταικίζω «κακοποιώ, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
προστρεβλώ — όω, Α (μόνο το παθ.) προστρεβλοῡμαι, όομαι βασανίζομαι με στρεβλή, με μάγγανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στρεβλῶ «συστρέφω το μάγγανο και εξαρθρώνω, βασανίζω»] … Dictionary of Greek