- κρουσματικός
κρουσματικός, = κρουματικός; λέξεις κρ., Pol. 3, 36, 3, von leeren, bloß tönenden Wörtern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρουσματικός, = κρουματικός; λέξεις κρ., Pol. 3, 36, 3, von leeren, bloß tönenden Wörtern.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρουσματικός — ή, ό (Α κρουσματικός και κρουματικός, ή, όν) [κρούσμα] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρούσμα νόσου αρχ. κρουματικός* … Dictionary of Greek