- κρουπέζιον
κρουπέζιον, τό, dim. zum Vorigen, Poll. 10, 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρουπέζιον, τό, dim. zum Vorigen, Poll. 10, 153.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρουπέζιον — κρουπέζιον, τὸ (Α) [κρούπεζαι] υποκορ. τού κρούπεζαι* … Dictionary of Greek
κρουπέζια — κρουπέζιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)