- κροταλισμός
κροταλισμός, ὁ, das Beifallklatschen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροταλισμός, ὁ, das Beifallklatschen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροταλισμός — ο (Α κροταλισμός) [κροταλίζω] κροτάλισμα* … Dictionary of Greek
κροταλισμός — ο βλ. κροτάλισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κροτάλισμα — το, ατος και κροταλισμός, ο σύγκρουση των κροτάλων και ο κρότος που δημιουργείται απ αυτή, πλατάγισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)