- κροταφίς
κροταφίς, ίδος, ἡ, Spitzhammer, Werkzeug des χαλκεύς, Poll. 10, 147. 183.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροταφίς, ίδος, ἡ, Spitzhammer, Werkzeug des χαλκεύς, Poll. 10, 147. 183.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροταφίς — κροταφίς, ίδος, ή (AM) [κρόταφος] ειδικό σφυρί τού οποίου το ένα άκρο είναι οξύ, αλλ. κέστρα … Dictionary of Greek
κροταφίς — pointed hammer fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταφίδες — κροταφίς pointed hammer fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταφίδι — κροταφίς pointed hammer fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφικροταφίδα — ( ίς, ίδος), η σφύρα μεταλλωρύχων που έχει όμοια και τα δύο άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμφι * + κροταφίς «σφυρί με οξεία απόληξη» < κρόταφος. Η λ. αναφέρεται για πρώτη φορά σε εγκυκλοπαιδικό λεξικό από τον Κ. Μητσόπουλο, φυσιοδίφη] … Dictionary of Greek
kret-2 — kret 2 English meaning: to hit Deutsche Übersetzung: ‘schlagen” Note: probably originally with kret 1 identical Material: Gk. κρότος “jedes through Schlagen, Stampfen, Klatschen entstehende noise”; κροτεῖν “klatschen, knock,… … Proto-Indo-European etymological dictionary