κρησέριον, τό, dim. zum Vorigen, Poll. 10, 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρησέριον — κρησέριον, τό (AM) [κρησέρα] μσν. λεπτό αλιευτικό δίχτυ αρχ. υποκορ. τού κρησέρα … Dictionary of Greek
κρησέριον — flour sieve neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)