- κρης-φύγετον
κρης-φύγετον, τό, der Zufluchtsort, Her. 5, 124. 8, 51. 9, 15 u. Sp., wie Luc. de merc. cond. 11 Eun. 10. Nach VLL. eigtl. ein Schlupfwinkel, wo man vor dem Kreter Minos eine Zuflucht fand.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρης-φύγετον, τό, der Zufluchtsort, Her. 5, 124. 8, 51. 9, 15 u. Sp., wie Luc. de merc. cond. 11 Eun. 10. Nach VLL. eigtl. ein Schlupfwinkel, wo man vor dem Kreter Minos eine Zuflucht fand.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρησφύγετο — το (Α κρησφύγετον) τόπος όπου καταφεύγει ή κρύβεται κάποιος, καταφύγιο, κρυψώνας (α. «τ αγρίμια τού λόγγου έβγαιναν από τα σκοτεινά κρησφύγετα», Ζερβ. β. «λέγων ὡς ἄμεινον σφίσι εἴη κρησφύγετόν τι ὑπάρχον εἶναι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει α … Dictionary of Greek