κρηπίδωμα

κρηπίδωμα

κρηπίδωμα, τό, die Grundlage, das Fundament eines Hauses, D. Sic. 13, 82.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρηπίδωμα — foundation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηπίδωμα — το (Α κρηπίδωμα) [κρηπιδώ] θεμέλιο για υποβάσταξη, βάση, υπόβαθρο, κρηπίδα (α. «κρηπίδωμα ναού» β. «τὸ δὲ ὕψος ἑκατὸν εἴκοσι χωρὶς τοῡ κρηπιδώματος», Διόδ.) νεοελλ. αποβάθρα λιμανιού ή σιδηροδρομικού σταθμού …   Dictionary of Greek

  • κρηπίδωμα — το, ατος 1. πλατύ υπόβαθρο οικοδομήματος: Βρήκαν το κρηπίδωμα αρχαίου ναού. 2. μουράγιο. 3. το πρόσθετο χτιστό δάπεδο που είναι δεξιά και αριστερά της σιδηροδρομικής γραμμής και βοηθάει στην επιβίβαση και αποβίβαση των ταξιδιωτών και των… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρηπίδωμα ή κρηπίδα — Ονομασία, στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, του βάθρου πάνω στο οποίο οικοδομείται ένα μνημειακό κτίσμα. Το κ. αποτελείται από τρεις αναβαθμούς (σκαλοπάτια) με διαστάσεις μεγαλύτερες των κανονικών. Ο ανώτερος αναβαθμός αποκαλείται στυλοβάτης,… …   Dictionary of Greek

  • κρηπιδωμάτων — κρηπίδωμα foundation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηπιδώμασιν — κρηπίδωμα foundation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηπιδώματα — κρηπίδωμα foundation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηπιδώματος — κρηπίδωμα foundation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • Krepidoma — Der Unterbau des griechischen Tempels Als Krepis (griechisch ἡ κρηπίς fem. Schuh, Basis, Fundament), auch Krepidoma (griechisch τὸ κρηπίδωμ …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”