- γραίνω
γραίνω, = γράω, nagen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γραίνω, = γράω, nagen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γραίνω — (I) (Α γραίνω) [γράω] νεοελλ. ξεχωρίζω με τα δάχτυλα τα έρια που πρόκειται να ξανθούν αρχ. ροκανίζω, κατατρώγω. (II) υγραίνω, διαβρέχω … Dictionary of Greek
διαγραίνω — [γραίνω] αραιώνω τα έρια με τα δάχτυλα για να διευκολυνθεί η ξάνση … Dictionary of Greek
Биологическая деструкция — Биологические деструктивные процессы разрушение клеток и тканей в ходе жизнедеятельности организма или после его смерти. Эти изменения широко распространены и встречается как в норме, так и в патологии. Биологическая деструкция, наряду с… … Википедия
άγραντος — και στος, η, ο [γραίνω] 1. (για μαλλί) αυτός που δεν τόν έξαναν, ο άξαστος 2. (για ενδύματα) αυτός που φθείρεται δύσκολα, ο στερεός … Dictionary of Greek
αναγραίνω — (για μαλλί ή βαμβάκι) ξαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γραίνω «ανοίγω με τα δάχτυλα το πυκνό μπλεγμένο μαλλί για να γίνει ευκολότερο το ξάσμα»] … Dictionary of Greek