- κραμβήεις
κραμβήεις, εσσα, εν, kohlartig. Nic. Al. 330.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραμβήεις, εσσα, εν, kohlartig. Nic. Al. 330.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραμβήεις — κραμβήεις, έσσα, εν (Α) όμοιος με κράμβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη «λάχανο» + κατάλ. ήεις (πρβλ. δενδρ ήεις, χαραδρ ήεις)] … Dictionary of Greek
κράμβη — η (AM κράμβη, Μ και κράμπη) ονομασία φυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στο γένος βράσσικα («κράμβης... εἶναι γένη τρία, τῆς τε καλουμένης ἁλμυρίδος και λειοφύλλου και σελινουσίης», Αθήν.) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek