κρανάϊνος

κρανάϊνος

κρανάϊνος, = κρανέϊνος, v. l., Strab. XII, 570; vgl. Lob. zu Phryn. 262.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρανάινος — κρανάινος, ΐνη, ον (Α) βλ. κρανέινος …   Dictionary of Greek

  • κρανέινος — η, ο και κρανένιος, α, ο (AM κρανέινος, ΐνη, ον, Α και κρανάϊνος, ΐνη, ον και κράνινος, ίνη, ον) κατασκευασμένος από ξύλο κρανιάς («κρανέινα παλτὰ ἔχοντες», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανεία «κρανιά» + κατάλ. ινος (πρβλ. οστέ ινος, στυππέ ινος). Ο τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”