- κραμβίς
κραμβίς, ίδος, ἡ, Kohlschmetterling, Kohlraupe, Ael. H. A. 9, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραμβίς, ίδος, ἡ, Kohlschmetterling, Kohlraupe, Ael. H. A. 9, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραμβίς — κραμβίς, ίδος, ἡ (Α) η κάμπια τής κράμβης («τίκτεται καὶ ἐν τῆ κράμβη σκωλήκων γένος... καλεῑται γοῡν κραμβίς», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + κατάλ. ις (πρβλ. στρατηγ ίς, φοινικ ίς)] … Dictionary of Greek
κραμβίς — cabbage caterpillar fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραμβίδες — κραμβίς cabbage caterpillar fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραμβίν — κραμβίς cabbage caterpillar fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράμβη — η (AM κράμβη, Μ και κράμπη) ονομασία φυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στο γένος βράσσικα («κράμβης... εἶναι γένη τρία, τῆς τε καλουμένης ἁλμυρίδος και λειοφύλλου και σελινουσίης», Αθήν.) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek