γραμμάριον

γραμμάριον

γραμμάριον, τό, ein Skrupel, 1/24 der Unze, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γραμμάριον — weight of two obols neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμάρια — γραμμάριον weight of two obols neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμάριο — Μονάδα μέτρησης μάζας στο σύστημα μονάδων CGS, το οποίο έχει ως θεμελιώδεις μονάδες το εκατοστόμετρο, το γ. και το δευτερόλεπτο. Το γ. ορίζεται ως το ένα χιλιοστό της μάζας του πρότυπου χιλιόγραμμου. Η μονάδα αυτή πρέπει να ονομάζεται ακριβέστερα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”