- γραμμο-ειδής
γραμμο-ειδής, ές, linienartig, Arist. mund. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γραμμο-ειδής, ές, linienartig, Arist. mund. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρφοειδής — καρφοειδής, ές (AM) αυτός που μοιάζει με ξερό κλαδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + ειδής (< εἶδος), πρβλ. γραμμο ειδής, θυσανο ειδής] … Dictionary of Greek