- κραδιαῖος
κραδιαῖος, = καρδιαῖος, Synes. H. 2, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραδιαῖος, = καρδιαῖος, Synes. H. 2, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραδιαίος — (I) κραδιαῑος, αία, ον (Α) [κραδία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά («κραδιαῑόν τι λόχευμα», Συνέσ.). (II) κραδιαῑος, αία, ον (Α) [κράδη] κατασκευασμένος από ξύλο συκιάς … Dictionary of Greek