κραδεύω, = Vorigem 1, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραδεύω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) κραδαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κραδαίνω κατά τα ρ. σε εύω] … Dictionary of Greek
κραδεύειν — κραδεύω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)