- πρηεῖα
πρηεῖα, = πραεῖα, s. πραΰς, Maneth. 3, 381.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρηεῖα, = πραεῖα, s. πραΰς, Maneth. 3, 381.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρηεῖα — πρᾶος Gött. Nachr. fem nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηείας — πρηείᾱς , πρᾶος Gött. Nachr. fem acc pl (ionic) πρηείᾱς , πρᾶος Gött. Nachr. fem gen sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηεῖ' — πρηεῖα , πρᾶος Gött. Nachr. fem nom/voc sg (ionic) πρηεῖαι , πρᾶος Gött. Nachr. fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)