- γραικίζω
γραικίζω, Griechisch sprechen, Hdn. epim. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γραικίζω, Griechisch sprechen, Hdn. epim. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γραικίζω — (Α γραικίζω) [Γραικός] χρησιμοποιώ την ελληνική γλώσσα νεοελλ. γραικίζομαι εξελληνίζομαι … Dictionary of Greek