κρακτικός

κρακτικός

κρακτικός, zum Schreien geneigt, gern und viel schreiend; Schol. Ar. Vesp. 34 u. a. Sp.; κρακτικώτατος κυνικῶν ἁπάντων, der größte Schreier unter den Cynikern, Luc. Conv. 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρακτικός — κρακτικός, ή, όν (Α) [κράκτης] θορυβώδης («λάλος εἶ καὶ κρακτικός», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • κρακτικός — noisy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρακτικόν — κρακτικός noisy masc acc sg κρακτικός noisy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρακτικώτατον — κρακτικός noisy masc acc superl sg κρακτικός noisy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρακτικοί — κρακτικός noisy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρακτικοῦ — κρακτικός noisy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”