- προ-κώλῡμα
προ-κώλῡμα, τό, Bollwerk zur Abwehr, Heliod. 9, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-κώλῡμα, τό, Bollwerk zur Abwehr, Heliod. 9, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκώλυμα — ύματος, τὸ, Α κώλυμα, φραγμός ενάντια σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κώλυμα (< κωλύω)] … Dictionary of Greek