- κραιπνοσύνη
κραιπνοσύνη, Schnelligkeit, Tzetz. H. 215.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραιπνοσύνη, Schnelligkeit, Tzetz. H. 215.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραιπνοσύνη — κραιπνοσύνη, ἡ (Μ) [κραιπνός] ταχύτητα … Dictionary of Greek
κραιπνός — κραιπνός, ή, όν (Α) 1. ορμητικός, ταχύς, γρήγορος («ποσὶ κραιπνοῑσι πεποιθώς», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. αυτός που επέρχεται γρήγορα, οξύς («κραιπνότερος μὲν γάρ τε νόος», Ομ. Ιλ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κραιπνά ορμητικά, γρήγορα («κραιπνά...… … Dictionary of Greek