- κρε-ώδης
κρε-ώδης, ες, fleischartig, fleischig; Arist. H. A. 1, 9; Ath. VIII, 356 a; ὀσμή II, 62 a; auch a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρε-ώδης, ες, fleischartig, fleischig; Arist. H. A. 1, 9; Ath. VIII, 356 a; ὀσμή II, 62 a; auch a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρεατώδης — ες 1. αυτός που μοιάζει με κρέας 2. σαρκώδης, ευτραφής, κρεατωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + ώδης] … Dictionary of Greek