κρεὕλλιον

κρεὕλλιον

κρεὕλλιον, τό, dim. von κρέας, Fleischstückchen, Synes.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρεΰλλιον — κρεΰλλιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + υποκορ. κατάλ. υλλιον (πρβλ. ανθ ύλλιον, ειδ ύλλιον)] …   Dictionary of Greek

  • κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”