- κρείττωσις
κρείττωσις, ἡ, eine Krankheit der Bäume, bes. des Weinstocks, die in Auswüchsen besteht, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρείττωσις, ἡ, eine Krankheit der Bäume, bes. des Weinstocks, die in Auswüchsen besteht, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρείττωσις — κρείττωσις, ἡ (Α) [κρειττούμαι] νόσος τής αμπέλου που συνίσταται στην παρά φύση υπέρμετρη ανάπτυξη βλαστών, λόγω τής οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ κρείττωσις, οἷον ἀντισπᾱν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν ὥστε ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον… … Dictionary of Greek
κρείττωσις — to be diseased fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)