- κρεάδιον
κρεάδιον, τό, dim. von κρέας, ein Stückchen Fleisch; Ar. Plut. 227; Alexis bei Ath. III, 107 c; verächtlich, Xen. Cyr. 1, 4, 13. – Aber auch = κρέας, Ael. H. A. 2, 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρεάδιον, τό, dim. von κρέας, ein Stückchen Fleisch; Ar. Plut. 227; Alexis bei Ath. III, 107 c; verächtlich, Xen. Cyr. 1, 4, 13. – Aber auch = κρέας, Ael. H. A. 2, 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρεάδιον — κρεᾴδιον, τὸ (AM) μικρό κομμάτι κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. ζυγ άδιον, κηπ άδιον)] … Dictionary of Greek
κρεᾴδιον — morsel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεάδιον — κρεά̱διον , κρεάδιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεαιδίοις — κρεᾴδιον morsel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεᾳδίοις — κρεᾴδιον morsel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεᾳδίου — κρεᾴδιον morsel neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεᾳδίων — κρεᾴδιον morsel neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεᾴδια — κρεᾴδιον morsel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… … Dictionary of Greek
κρεαδίοις — κρεᾱδίοις , κρεάδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεαδίου — κρεᾱδίου , κρεάδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)