- κρεο-βόρος
κρεο-βόρος oder κρεοβότος, Fleisch essend; die Amazonen, Aesch. Suppl. 284; auch κρεοβρότος, was richtiger κρεόμβροτος heißen müßte.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρεο-βόρος oder κρεοβότος, Fleisch essend; die Amazonen, Aesch. Suppl. 284; auch κρεοβρότος, was richtiger κρεόμβροτος heißen müßte.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζάβορος — ζάβορος, ον (Α) αυτός που κατατρώει, που καταβροχθίζει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + βορος (< βορά), πρβλ. θυμο βόρος, κρεο βόρος] … Dictionary of Greek
ιχθυβόρος — ἰχθυβόρος, ον (Α) αυτός που τρώει ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. θυμο βόρος, κρεο βόρος] … Dictionary of Greek
ξενοβόρος — ξενοβόρος, ον (Α) αυτός που τρώγει τους ξένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + βόρος (< βορά), πρβλ. δημο βόρος, κρεο βόρος] … Dictionary of Greek