κρεο-πώλης

κρεο-πώλης

κρεο-πώλης, ὁ, = κρεωπώλης, Luciil. en. (XI, 212).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζυθοπώλης — ο (Α ζυθοπώλης) 1. πωλητής ζύθου 2. ιδιοκτήτης ζυθοπωλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + πωλης (< πωλώ), πρβλ. κρεο πώλης, οινο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • λαχανοπώλης — ο, θηλ. λαχανοπώλις και λαχανοπωλήτρια (Α λαχανοπώλης, θηλ. λαχανόπωλις και λαχανοπωλήτρια) αυτός που πουλάει λάχανα, μανάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. κρεο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • κρασοπουλειό — το (Μ κρασοπωλεῑον) μαγαζί όπου πωλείται κρασί, οινοπωλείο ή ταβέρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρασοπωλεῖον < κρασί + πωλεῖον (< πώλης < πωλῶ), πρβλ. ιχθυο πωλείον, κρεο πωλείον. Ο τ. κρασοπουλειό προήλθε με κώφωση του ω , καταβιβασμό τού τόνου και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”