κρεμάθρα

κρεμάθρα

κρεμάθρα, ἡ (κρεμάννυμι), Hängematte, Hängekorb, in der Comödie u. Tragödie, Ar. Nubb. 218, VLL., eine Hängemaschine, um einen Schauspieler in der Luft schwebend zu erhalten (vgl. auch κρεμάστρα); nach den Schol. auch σκεῠος εἰς ὃ τὰ περιττεύοντα ὄψα εἰώϑαμεν ἀποτίϑεσϑαι. – Auch der Fruchtstiel, an dem die Frucht hängt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρεμάθρα — κρεμάθρᾱ , κρεμάθρα rope hung from a hook fem nom/voc/acc dual κρεμάθρᾱ , κρεμάθρα rope hung from a hook fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμάθρα — η (Α κρεμάθρα) νεοελλ. 1. κρεμάστρα 2. ναυτικός κόμβος στο άκρο σχοινιού, θηλειά στη μια σπείρα τής οποίας κάθεται ο εργαζόμενος, ενώ με την άλλη στηρίζεται η μέση του αρχ. κοφίνι ή άλλο σκεύος, το οποίο κρεμούσαν ψηλά για να φυλάγουν τρόφιμα,… …   Dictionary of Greek

  • κρεμάθρας — κρεμάθρᾱς , κρεμάθρα rope hung from a hook fem acc pl κρεμάθρᾱς , κρεμάθρα rope hung from a hook fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμάθραι — κρεμάθρα rope hung from a hook fem nom/voc pl κρεμάθρᾱͅ , κρεμάθρα rope hung from a hook fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμάθραν — κρεμάθρᾱν , κρεμάθρα rope hung from a hook fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμαθρῶν — κρεμάθρα rope hung from a hook fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεμάθραις — κρεμάθρα rope hung from a hook fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • κρέμαστρο — το (Α) (κρέμαστρον) η κρεμάθρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρεμασ (πρβλ. κρεμάσ αι, απρμφ. αορ. τού κρεμάννυμι) + επίθημα τρον (πρβλ. ξύγασ τρον, σκέπασ τρον). Η λ., στον λόγιο τ. κρέμαστρον, μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής… …   Dictionary of Greek

  • κρεμάθα — η σανίδα, ράφι κρεμασμένο από τη δοκό τής στέγης («και μια κρεμάθα με πυτιές σιμά στον καπνοδόχο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμάθρα, με απλοποίηση τού συμπλέγματος θρ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”