- κριμνίτης
κριμνίτης πλακοῠς, Kuchen von κρίμνον gebacken, Ath. XIV, 646 a. Dasselbe ist bei Hesych. κριμνῆστις, πλακοῠντος εἶδος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριμνίτης πλακοῠς, Kuchen von κρίμνον gebacken, Ath. XIV, 646 a. Dasselbe ist bei Hesych. κριμνῆστις, πλακοῠντος εἶδος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριμνίτης — κριμνίτης, ὁ (Α) [κρίμνον] φρ. «κριμνίτης ἄρτος» άρτος παρασκευασμένος από χοντροαλεσμένο κριθάρι, κατώτερης ποιότητας ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίμνον + ίτης, κατάλ. που απαντά και σε άλλες ονομασίες άρτων (πρβλ. ζυμ ίτης, ιπν ίτης] … Dictionary of Greek
κριμνίτης — made of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριμνίτην — κριμνίτης made of masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριμνίταν — κριμνίτᾱν , κριμνίτης made of masc acc sg (epic doric aeolic) κριμνίτης made of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)