- κρειο-δόκος
κρειο-δόκος, Fleisch aufnehmend, enthaltend, σκαφίς Aristo 1 (VI, 306).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρειο-δόκος, Fleisch aufnehmend, enthaltend, σκαφίς Aristo 1 (VI, 306).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρειοδόκος — κρειοδόκος, ον (Α) φρ. «κρειοδόκος ἐσχάρη» σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούνται κομμάτια κρέας για ψήσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο (πρβλ. κρε[ο] ) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. βου δόκος, μηλο δόκος] … Dictionary of Greek