- κριγμός
κριγμός, ὁ, das Knirschen mit den Zähnen, Schrillen, Schwirren, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριγμός, ὁ, das Knirschen mit den Zähnen, Schrillen, Schwirren, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριγμός — ο (Α κριγμός) [κρίζω] τριγμός νεοελλ. ιατρ. ζωηρός ξηρός και επαναλαμβανόμενος ήχος που μπορεί να συγκριθεί με μια σειρά μικρών εκρήξεων και που γίνεται αντιληπτός σε περιπτώσεις φλεγμονής τών τενόντων υποδόριου εμφυσήματος, τραυμάτων τών… … Dictionary of Greek