- κρινωνιά
κρινωνιά, ἡ, Lilienbeet u. die darauf wachsenden jungen Pflanzen, Theophr., vgl. Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρινωνιά, ἡ, Lilienbeet u. die darauf wachsenden jungen Pflanzen, Theophr., vgl. Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρινωνιά — κρινωνιά̱ , κρινωνιά bed of lilies fem nom/voc/acc dual κρινωνιά̱ , κρινωνιά bed of lilies fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρινωνιά — η (Α κρινωνιά) κρινώνας αρχ. κρίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον (τὸ), κατά το ροδωνιά*] … Dictionary of Greek
κρινωνιαῖς — κρινωνιά bed of lilies fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρινωνιᾶς — κρινωνιά bed of lilies fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίνο — το (AM κρίνον, Α πληθ. κρίνεα) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη και τού οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά αρχ. 1. είδος χορικής ορχήσεως 2. είδος άρτου 3.… … Dictionary of Greek